χαλύβων

χαλύβων
χάλυβος
masc gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Χαλύβων — Χάλυβος the Chalybes masc/fem/neut gen pl Χάλυψ the Chalybes masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • СИРИЯ —    • Syrĭa,          η̉ Συρία, в Ветхом Завете Арам, в обширном смысле заключала в себе Ассирию, Месопотамию, Палестину и др., в тесном смысле означала страну, граничившую на западе с Палестиной, Финикией, Средиземным морем и Киликией, на севере… …   Реальный словарь классических древностей

  • CHALYBES — seu CALIBES, populi Asiae minoris Ponto vicini ad Thermodontem fluv. Homero Alizones appellati. Strabo, l. 12. Paphlagoniae proximi, Strabom Chaldaei dicti. Baudrando in Cappadocia, versus confinium Armeniae minoris inter Polemonium et… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • άζωτο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Ν. Ανήκει στην πέμπτη ομάδα του περιοδικού συστήματος και έχει ατομικό αριθμό 7 και ατομικό βάρος 14,008. Οφείλει το όνομά του (α στερητικό + ζωή) στο ότι δεν συντελεί στην αναπνοή και συνεπώς δεν διατηρεί τη ζωή. Το… …   Dictionary of Greek

  • επαζώτωση — η (μεταλργ.) θερμοχημική κατεργασία ειδικών χαλύβων κατά την οποία σχηματίζεται στην επιφάνειά τους στρώμα αζωτούχου σιδήρου, αλλιώς εναζώτωση και επινίτρωση …   Dictionary of Greek

  • ημίσκληρος — η, ο 1. όχι εντελώς σκληρός («ημίσκληρος σίτος») 2. (μεταλλ.) χαρακτηρισμός ορισμένων χαλύβων με μικρή περιεκτικότητα άνθρακα. [ΕΤΥΜΟΛ. Με την πρώτη σημ. < ημι * + σκληρός με τη δεύτερη σημ. η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ.… …   Dictionary of Greek

  • κάμινος — Μηχάνημα και εγκατάσταση (ονομάζεται και φούρνος ή καμίνι) που παράγει θερμότητα με τη χρησιμοποίηση καύσιμων στερεών υγρών και αερίων ή με την εκμετάλλευση της ηλεκτρικής ενέργειας. Εκτός από αυτές τις κ. υπάρχουν επίσης κ. που αξιοποιούν τη… …   Dictionary of Greek

  • κοβάλτιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Co. Ανήκει στη δεύτερη υποομάδα της όγδοης ομάδας του περιοδικού συστήματος, με ατομικό αριθμό 27, ατομική μάζα 58,93 και σημείο τήξης 1.495°C. Έχει μόνο ένα σταθερό ισότοπο. Στον γήινο φλοιό, το κ. βρίσκεται σε πολλά… …   Dictionary of Greek

  • κυανίωση — η χημ. 1. μέθοδος που χρησιμοποιείται στην κατεργασία τών μεταλλευμάτων χρυσού και αργύρου με πολύ αραιά διαλύματα κυανιούχου καλίου ή νατρίου 2. διαδικασία ανθράκωσης τών χαλύβων με εμβάπτισή τους σε λουτρό που έχει ως βάση ένα τήγμα κυανιούχου… …   Dictionary of Greek

  • μαρτενσίτης — ο χημ. κύριο συστατικό τών χαλύβων που έχουν υποβληθεί στη διαδικασία βαφής. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. martensite από το επών. τού Γερμανού μεταλλειολόγου Α. Martens] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”